πράξη

πράξη
η / πράξις, -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, -ήξιος, Α [πράττω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.)
2. το επιτελούμενο έργο σε σχέση με το είδος ή τον σκοπό τής επιτελούμενης ενέργειας (α. «αγαθή πράξη» β. «ἔν τε πολεμικῇ πράξει ὄντος ἀνδρείου», Πλάτ.)
3. η ενέργεια, η δράση, σε αντιδιαστολή με τα λόγια ή τις αφηρημένες καταστάσεις (α. «τα λόγια είναι εύκολα, μα δύσκολες οι πράξεις» β. «ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγους», Δημοσθ.)
4. εμπορική ενέργεια ή χρηματιστηριακή συναλλαγή, αγοραπωλησία (α. «πράξεις επί προθεσμία» β. «ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον»)
5. πείρα, ικανότητα που αποκτήθηκε με την άσκηση (α. «γιατί είχεν ο θαλασσινός γνώση πολλή και πράξη», Ζερβ.
β. «κατανοῶν δὲ τὸν Ἀντίγονον καὶ πρᾱξιν ἔχοντα καὶ ἐμπειρίαν», Πολ.)
6. ερωτικό σμίξιμο, σαρκική επαφή, συνουσία (α. «τόν έπιασαν πάνω στην πράξη» β. «τέτταρας δραχμὰς αὐτὸν ὑπὲρ τῆς πράξεως τούτης ἀπεστερηκέναι», Πίνδ.)
7. άσκηση, θέση σε εφαρμογή, εκτέλεση (α. «έθεσαν σε πράξη τα όσα είχαν αποφασίσει» β. «το σχέδιό του αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη», γ. «ἐν ταῑς τῶν χειρῶν πράξεσιν ἢ σκελῶν ἢ στόματός τε καὶ φωνῆς ἢ διανοίας», Πλάτ.)
8. φρ. «Πράξεις τῶν Αποστόλων»
εκκλ. ιστορικό βιβλίο τής Καινής Διαθήκης που γράφηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά, πιθανότατα στη Ρώμη γύρω στο β3 μ.Χ., αποτελεί συνέχεια τού Ευαγγελίου του, απαρτίζεται από 28 κεφάλαια, διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία στο μεν πρώτο εξιστορείται η δράση τού αποστόλου Πέτρου σχετικά με την ίδρυση και εξάπλωση τής Εκκλησίας στον ιουδαϊκό και εθνικό κόσμο, ενώ στο δεύτερο εξιστορείται η δράση τού αποστόλου Παύλου, απευθύνεται προς τον «κράτιστον Θεόφιλον» και σκοπός του ήταν να καταδειχθεί ότι οι απόστολοι, ενισχυμένοι από το Άγιο Πνεύμα, εκπλήρωσαν την αποστολή που τούς είχε αναθέσει ο Ιησούς μέσω τού Αγίου Πνεύματος, δηλαδή το κήρυγμα τού Ευαγγελίου έως εσχάτων τής γης
νεοελλ.
1. διοικητική ενέργεια, διοικητική απόφαση (α. «διορίστηκε με πράξη τού υπουργού» β. «το Συμβούλιο τής Επικρατείας έχει το δικαίωμα ακυρώσεως τών πράξεων τής Διοικήσεως που επιχειρούνται με κατάχρηση τής διακριτικής εξουσίας»)
2. πολιτική απόφαση, συμφωνία διεθνούς σώματος (α. «η Γενική Πράξη τών Βρυξελλών τής 2ας Ιουλίου 1890 για την κατάργηση τής εμπορίας δούλων» β. «η Τελική Πράξη τού Ελσίνκι για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη»)
3. (νομ.) εκδήλωση τού φυσικού προσώπου συνειδητή, εκούσια και αντικειμενικώς διαγνώσιμη
4. εγγραφή, καταχώριση σε ειδικό βιβλίο (α. «λογιστική πράξη» — εγγραφή εμπορικής πράξης, αγοραπωλησίας, στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης
β. «ληξιαρχική πράξη» — εγγραφή στα επίσημα ληξιαρχικά βιβλία με την οποία πιστοποιείται η αστική κατάσταση ενός προσώπου, η γέννηση, ο γάμος και ο θάνατος του)
5. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τής δράσης σκηνικού έργου (α. «δράμα σε τρεις πράξεις» β. «όπερα σε τέσσερεις πράξεις»)
6. φρ. α) «αριθμητική πράξη»
μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις γενικούς τρόπους με τους οποίους από δοθέντες αριθμούς ή, γενικότερα, όρους, παράγεται άλλος, δηλαδή η πρόσθεση, η αφαίρεση, ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση
β) «αλγεβρικές πράξεις»
μαθημ. ποικίλοι μετασχηματισμοί στις αλγεβρικές παραστάσεις και εξισώσεις («πράξεις ανάλυσης»)
γ) «προθεσμιακή πράξη»
(νομ.) αγοραπωλησία αξιών ή εμπορευμάτων, όταν συμφωνείται από τους συμβαλλομένους να γίνει η παράδοσή τους στον αγοραστή σε χρόνο μεταγενέστερο από την ημέρα που υπογράφηκε η συμφωνία
δ) «ταμειακή πράξη» — κάθε κίνηση μετρητών στο ταμείο μιας οικονομικής μονάδας και οι αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές
μσν.
1. παρόρμηση, ερέθισμα για άθλο
2. αποκαθήλωση
αρχ.
1. ζήτημα, υπόθεση, δουλειά (α. «πρῆξιν μηδὲ φίλοισιν ὁμῶς ἀνακινέο πᾱσιν», θεόγν.
β. «ᾧ λυμαινόμεθα τὴν πράξιν», Ξεν.)
2. είσπραξη οφειλόμενων χρηματικών ποσών (α. «τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῡ μισθοῡ», Πλάτ.)
3. πολεμική ενέργεια («ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πράξεως καιρῷ διεφθάρη», Πολ.)
4. δικαστική ενέργεια, κίνηση αγωγής («κατὰ Ἀρτέμωνος ἔστω ἡ πρᾱξις τοῑς δανείσασι»
5. δικαστική απόφαση («χαλεπωτάτη τῶν ἀρχῶν ἐστιν ἡ περὶ τὰς πράξεις τῶν καταδικασθέντων», Αριστοτ.)
6. (στον Αριστοτ.) το σύνολο τής δράσης στην τραγωδία
7. έκβαση, το αποτέλεσμα μιας υπόθεσης και κυρίως το αίσιο και ευτυχές τέλος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχ.)
8. εκπλήρωση («φεῡ, ταχεῑά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾱξις», Αισχύλ.)
9. η δυνατότητα ευτυχούς ενέργειας («δὸς πόρον καὶ πρᾱξιν τῷ τόπῳ τούτῳ», πάπ.)
10. δημόσιο λειτούργημα, υπούργημα («καὶ τὸ πρᾱον τῆς διοικηθείσης πρότερον πράξεως», Ηρωδ.)
11. η διδασκαλία ρήτορα ή φιλοσόφου
12. η διαγωγή ενός ατόμου από ηθική άποψη
13. κατάσταση, τύχη, μοίρα (α. «ἀπέκλαιε πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πρῆξιν», Ηρόδ.
β. «ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν», Σοφ.)
14. εκδίκηση, ανταπόδωση κακού
15. πληθ. αἱ πράξεις
α) πρακτικός βίος σε αντιδιαστολή με τον στοχασμό («μετὰ ταῡτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῑς πράξεσιν ὄντα τε καὶ πραττόμενα», Πλάτ.)
β) δημόσιος ή πολιτικός βίος («τὴν περὶ τὰς πράξεις καὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ἐπιστήμην», Δημοσθ.)
16. φρ. α) «πρᾱξιν λαμβάνω» — παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι
β) «πρᾱξις περί τίνος» — ενέργεια ως προς κάτι
γ) «πρᾱξις κατά τινος ἢ ἐπί τινα» — ενέργεια που τείνει σε βλάβη ή εξαπάτηση κάποιου, εχθρική ενέργεια εναντίον κάποιου
δ) «πρᾱξις καθάπερ δίκης»
πιθ. κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου τού οφειλέτη σε περίπτωση μη εξόφλησης τού χρέους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πράξη — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πράττω. 2. άσκηση, εφαρμογή, εκτέλεση: Άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη. 3. εμπορική συναλλαγή, αγοραπωλησία: Οι πράξεις στο χρηματιστήριο ήταν περιορισμένες σήμερα. 4. διοικητική ενέργεια: Τα αποτελέσματα των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πράξῃ — πράσσω pass through aor subj mid 2nd sg πράσσω pass through aor subj act 3rd sg πρά̱ξῃ , πράσσω pass through aor subj mid 2nd sg πρά̱ξῃ , πράσσω pass through aor subj act 3rd sg πρά̱ξῃ , πράσσω pass through fut ind mid 2nd sg πρά̱ξηι , πρᾶξις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

  • προσανατολισμός — Πράξη και μέθοδος με τις οποίες επιδιώκεται κάθε φορά η ανεύρεση κατεύθυνσης αναφορικά με ένα ορισμένο σημείο, προκαθορισμένη θέση ή διεύθυνση. Ο π. αναζητείται και εφαρμόζεται σε ποικίλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στη διάταξη κτιρίων,… …   Dictionary of Greek

  • διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… …   Dictionary of Greek

  • πράξηι — πράξῃ , πράσσω pass through aor subj mid 2nd sg πράξῃ , πράσσω pass through aor subj act 3rd sg πρά̱ξῃ , πράσσω pass through aor subj mid 2nd sg πρά̱ξῃ , πράσσω pass through aor subj act 3rd sg πρά̱ξῃ , πράσσω pass through fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”